- οψιγαμία
- η (Α ὀψιγαμία) [οψίγαμος]γάμος που γίνεται αργά, καθυστερημένα, σε προχωρημένη ηλικία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψιγαμία — ὀψιγαμίᾱ , ὀψιγαμία late marriage fem nom/voc/acc dual ὀψιγαμίᾱ , ὀψιγαμία late marriage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψιγάμιον — ὀψιγάμιον, τὸ (Α) [οψίγαμος] οψιγαμία … Dictionary of Greek
υπεργαμία — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «ὀψιγαμία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. ἐπι γαμία] … Dictionary of Greek